top of page

Δεν είσαι μόνη...

  • Βαλέρια
  • Apr 15, 2016
  • 7 min read

Εισαγωγή.

Κάθε πρωί που ξυπνάω έχω την ψευδαίσθηση πως όλα θα είναι διαφορετικά. Σήμερα μόλις ανοίξω το κινητό μου θα έχω ένα γλυκό μήνυμα από αυτόν που θα μου λέει ότι του λείπω και ότι θα με περιμένει σήμερα το πρωί στο σχολείο όπως κάθε πρωί τους τελευταίους εννέα μήνες που ήμασταν μαζί.

Έτσι και σήμερα ανοίγω με μιας τα μάτια και αρπάζω το κινητό από το κομοδίνο δίπλα μου. Περιμένω να ανοίξει και ύστερα περιμένω μερικά λεπτά. Όταν δεν έρχεται κανένα μήνυμα η απογοήτευση που έχει γίνει μέρος της καθημερινότητάς μου πια, με κατακλύζει. Τα μάτια μου με μιας πλημμυρίζουν δάκρυα τα οποία διώχνω με το ζόρι και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Πρέπει να σηκωθώ.

Όταν κατεβαίνω στην κουζίνα και οι δυο γονείς μου κάθονται ήδη στο τραπέζι και παίρνουν το πρωινό τους. Μόλις εμφανίζομαι και με βλέπουν, σταματάνε αμέσως την κουβέντα που είχαν και η μητέρα μου χαμογελάει βεβιασμένα την ίδια ώρα που ο πατέρας μου παίρνει την εφημερίδα του και κρύβεται σχεδόν πίσω από αυτήν.

«Σου έφτιαξα λίγο καφέ γλυκιά μου. Μήπως σήμερα να βάλεις λίγη ζάχαρη;» μου λέει η μητέρα μου και βάζει μπροστά μου μια κούπα με αχνιστό καφέ την ώρα που κάθομαι στη συνηθισμένη μου θέση.

«Όχι, ευχαριστώ. Τον προτιμώ έτσι.»

«Μα πριν λάτρευες τη ζάχαρη.» παραπονιέται.

«Ναι, όντως τη λάτρευα.» λέω και πίνω μια γουλιά. Είναι απαίσιος και πικρός αλλά με ξυπνάει. Ποτέ δεν μου άρεσε ο πικρός καφές αλλά από τον φετινό Ιανουάριο κάνει παρέα στη δική μου πίκρα που μοιάζει με φαρμάκι που με σκοτώνει.

Κοιτάζω αυστηρά και μόνο τη κούπα μου και τα κοντά μου νύχια τα οποία έχω μήνες να βάψω. Παλιότερα ήταν όμορφα φτιαγμένα με λίμα, βαμμένα με κάποιο όμορφο βερνίκι σε απαλό χρώμα. Τώρα είναι κομμένα πολύ κοντά και δεν έχουν τίποτα το ιδιαίτερο. Είναι απλά νύχια μιας κοπέλας που δεν πολύ-νοιάζεται πια. Νιώθω το βλέμμα των γονιών μου πάνω μου αλλά δεν σηκώνω το κεφάλι μου για να τους αντικρίσω και εγώ. Ακόμα πονάω και αυτοί ακόμα το ξέρουν.

Δαγκώνω γρήγορα τη φρυγανιά μου – αυτό αποτελεί το πρωινό μου τους τελευταίους μήνες- και φροντίζω να σκουπίσω με την παλάμη μου τα ψίχουλα που πετάχτηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Κάνω έναν μικρό σωρό από κομματάκια φρυγανιάς και ψίχουλων και ύστερα όταν στραγγίζω και την τελευταία γουλιά του αηδιαστικού μου καφέ, σηκώνομαι από την καρέκλα.

«Θα πάω στο σχολείο.»

«Μα είναι πολύ νωρίς ακόμα.» παραξενεύεται η μητέρα μου.

«Έχω να συναντηθώ με την Εύη. Έχουμε... μια εργασία να ελέγξουμε στη βιβλιοθήκη.» σκαρφίζομαι ένα γρήγορο ψέμα. Βλέπω από το δύσπιστο ύφος της ότι δεν με πιστεύει αλλά δεν με πολύ-νοιάζει. Με αφήνει να φύγω αλλά μόλις βγαίνω από την κουζίνα την ακούω να ψιθυρίζει με τον μπαμπά. Πάλι για μένα θα μιλάνε, για το πως μπορούν να με σώσουν από την 'κατάθλιψη' στην οποία έχω πέσει. Όμως ούτε και αυτό με νοιάζει. Σκέφτομαι για μια στιγμή να κρυφακούσω -έτσι για την περιέργεια αλλά το μετανιώνω. Αντί για αυτό, φοράω γρήγορα τα σταράκια μου, παίρνω την τσάντα μου όσο πιο γρήγορα μπορώ και βγαίνω από το σπίτι.

* * *

Έχω φοβερή νευρικότητα και ξέρω ότι αν δεν συγκρατήσω τον εαυτό μου θα ξεσπάσω σε κλάματα και είναι το τελευταίο πράγμα που θέλω. Έχω ακόμα τριάντα λεπτά μέχρι τη συνηθισμένη ώρα κατά την οποία πάω σχολείο και πρέπει οπωσδήποτε να βιαστώ. Πρέπει να τον δω έστω για ένα τέταρτο.

Όταν φτάνω στον τόπο για τον οποίο έφυγα μισή ώρα νωρίτερα από το σπίτι, νιώθω έναν τεράστιο κόμπο να μου φράζει τον λαιμό. Δεν ξέρω τι να κάνω, πως να φερθώ...

Έχει φοβερή ησυχία. Η γαλήνη απλώνεται μέχρι τον ορίζοντα ή τουλάχιστον έτσι νιώθω εγώ. Παράλληλα είναι και κάπως τρομακτικά. Αυτός ο παράλογος φόβος που σκαλώνει στο στήθος σου και φυλακίζεται η αναπνοή σου. Θέλω να ουρλιάξω όμως συγκρατιέμαι. Μπλέκω και ξεμπλέκω τα δάχτυλά μου προσπαθώντας να πάρω μια απόφαση. Κοιτάζω το ρολόι μου. Είκοσι λεπτά ακόμα. Προλαβαίνω.

Ανοίγω την σκουριασμένη καγκελόπορτα που τρίζει και μπαίνω μέσα.

* * *

Όταν μπαίνω στο σχολείο, ρίχνω μια γρήγορη ματιά ολόγυρα. Πλέον δεν με κοιτάνε όλοι λες και κατέβηκα από έναν άγνωστο πλανήτη. Κάποια παιδιά με χαιρετάνε ενώ άλλα απλά κάνουν πως δεν υπήρχα όπως έκαναν και παλιά πριν συμβούν όλα. Εντοπίζω γρήγορα την καλύτερή μου φίλη την Εύη, να έχει πιάσει ένα παγκάκι στην άκρη της αυλής. Κάθεται και με περιμένει με τη σκιά του αγαπημένου μας δέντρου να την σκεπάζει. Φοράει ένα κοντομάνικο πράσινο μπλουζάκι και ένα τζιν το οποίο είχαμε αγοράσει μαζί πριν ένα χρόνο στις εκπτώσεις. Έχει τα μαλλιά της αλογοουρά και η φράντζα της πέφτει στα μάτια της. Διώχνει ενοχλημένη τα τσουλούφια γιατί την ενοχλούν σε αυτό που κάνει. Φαίνεται πως ζωγραφίζει την τσάντα της ή κάτι παρόμοιο. Η σάκα της σε έντονο πορτοκαλί χρώμα έχει γεμίσει πια με τα σκίτσα της. Χαμογελάω λιγάκι επειδή η Εύη δεν έχει αλλάξει καθόλου. Είναι ίδια και απαράλλαχτη όλα αυτά τα χρόνια.

Την πλησιάζω και πετάω την τσάντα μου στο τσιμέντο, δίπλα στο παγκάκι. Σηκώνει το βλέμμα της και δείχνει αγριεμένη επειδή μάλλον θα νόμιζε ότι είναι κάποιος ξένος. Μόλις με βλέπει χαλαρώνει και χαμογελάει. Σωριάζομαι δίπλα της στο παγκάκι και αφού κάθομαι με διπλωμένα τα πόδια μου, αγκαλιάζω τα γόνατά μου. Με κοιτάζει πολύ παράξενα και μετά το βλέμμα της γίνεται λυπημένο. Νιώθω άβολα και διώχνω τις τούφες των κοντών μαλλιών μου πίσω από τα αυτιά και προσπαθώ να μην την κοιτάξω όσο και αν το επιδιώκει.

«Πήγες ξανά εκεί ε;» με ρωτάει απαλά.

«Όχι.» της απαντάω όσο πιο πειστικά μπορώ.

«Ξέρω ότι πήγες.» μου λέει και όταν η όρασή μου θολώνει από τα δάκρυα με αγκαλιάζει. «Είσαι καλά;» Κουνάω το κεφάλι μου ως απάντηση και την αγκαλιάζω και εγώ. Ρουφάω τη μύτη μου και η Εύη με μιας μου προσφέρει χαρτομάντιλο. Την ευχαριστώ και στρέφομαι προς τη μεριά της τσάντας της.

«Εσύ τι ζωγραφίζεις πάλι;» ρωτάω προσπαθώντας να αλλάξω θέμα.

Γελάει. “Θέλω να ζωγραφίσω κάτι που είδα σε ένα περιοδικό τις προάλλες. Λες να το πετύχω;» με ρωτάει σχεδόν με αγωνία. Τώρα μου έρχεται εμένα να γελάσω.

«Φυσικά.» της λέω ενώ χτυπάει το κουδούνι. « Πάμε μέσα;»

«Ναι, πάμε.» λέει και σηκώνεται. Μαζεύει και τη δική της τσάντα και τη δική μου. «Ρε Ιόλη την έκανες χάλια! Γέμισε σκόνες.» γκρίνιαξε. Εγώ χαμογέλασα και πήρα την τσάντα μου μέσα από τα χέρια της.

«Σε ευχαριστώ για την παρατήρηση! Θα σε περιμένει ο Ανδρέας μέσα.» τη ρωτάω. Ο Ανδρέας είναι το αγόρι της και είναι στο διπλανό τμήμα. Έρχεται όμως σε όλα τα διαλείμματα και τη βλέπει και μετά τη συνοδεύει στην τάξη.

«Όχι. Σήμερα δεν θα έρθει καθόλου. Έκανε κοπάνα.»

«Αλήθεια;» ρωτάω σχεδόν σοκαρισμένη. Ο Ανδρέας δεν κάνει σχεδόν ποτέ κοπάνες.

«Παίζουμε μπάλα σήμερα με το δεύτερο γενικό. Θα ήθελα και εγώ να πάω αλλά αν το μάθει η μάνα μου ότι την κοπάνησα τις τελευταίες μέρες του σχολείου που δίνουν και ύλη ποιος την ακούει μετά!» Βάζουμε μαζί τα γέλια και η Εύη με πιάνει αγκαζέ καθώς στοιχιζόμαστε μαζί για προσευχή.

* * *

Όταν γυρνάω στο σπίτι η μαμά είναι στο τηλέφωνο. Εύχομαι με όλη μου την δύναμη να μην μιλάει στη ψυχολόγο αλλά πέφτω έξω.

«Ναι Στέλλα μου ξέρω όμως... ναι αλλά δεν γίνεται καλύτερα. Έχουν περάσει ήδη τέσσερις μήνες , πόσο ακόμα θα είναι σε αυτή τη κατάσταση;»

Μπαίνω στο σαλόνι και όταν με βλέπει τα χάνει προς στιγμή. Η αλήθεια είναι πως μπήκα πολύ αθόρυβα όμως δεν ήθελα να την τρομάξω.

«Στέλλα, θα σου τηλεφωνήσω αργότερα, εντάξει. Ήρθε η Ιόλη.» νεύει μερικές φορές και ύστερα κλείνει το τηλέφωνο. Σηκώνεται από την πολυθρόνα της και μου χαμογελάει. Με αγκαλιάζει σφιχτά και νιώθω για μια στιγμή τόση ασφάλεια και θέλω να αφεθώ και να βάλω τα κλάματα αλλά ξέρω πως αν το κάνω θα εισπράξω πάλι την αποδοκιμασία της μητέρας μου.

«Είσαι καλά μωρό μου;» με ρωτάει γλυκά και μου βάζει τούφες μαλλιών πίσω από τα αυτιά.

«Ναι μαμά.»

«Πεινάς; Έχω μαγειρέψει μακαρόνια με κιμά που σου αρέσουν.»

Ξαφνικά θυμώνω. Μου έρχεται να της πω πως θέλω να σταματήσει να μαγειρεύει φαγητά που μου αρέσουν. Θέλω να σταματήσει να μου μιλάει λες και ξανά-έγινα πέντε χρονών. Θέλω να της πω να σταματήσει να ρωτάει τους πάντες για το πως πρέπει να φερθεί σε μια κόρη η οποία δεν μπορεί να συνέλθει από το πένθος της το οποίο κρατάει τους τελευταίους πέντε μήνες.

Ωστόσο δεν της λέω τίποτα γιατί μοιάζει τόσο κουρασμένη και τη λυπάμαι λίγο. Απομακρύνομαι από την αγκαλιά της και προσπαθώ να χαμογελάσω.

«Σήμερα νομίζω πως είμαι καλύτερα μαμά.» Όταν βλέπω το δύσπιστο ύφος της σχεδόν χαμογελάω. «Αλήθεια.» Με κοιτάει καλά-καλά στα μάτια και ύστερα αποφασίζει να με αφήσει.

«Θα πας πάνω;»

«Έτσι λέω.»

«Πως πήγε η εργασία;» με ρωτάει.

«Ποια εργασία;» ρωτάω αυθόρμητα και μετά θυμάμαι.

Με κοιτάει με ένα καχύποπτο σχεδόν βλέμμα . «Αυτήν που κάνατε με τη Εύη σήμερα το πρωί. Για αυτό δεν έφυγες από το σπίτι άρον-άρον;» 'Έπεσε μια σύντομη σιωπή και μετά ξαφνικά κατάλαβε. Κατάλαβε που στα αλήθεια είχα πάει. «Πήγες πάλι Ιόλη;»

Αναστενάζω αλλά δεν κοιτάζω στα μάτια. «Ναι, πήγα.» της λέω περιμένοντας τα χειρότερα.

«Γιατί; Πρέπει επιτέλους να κάνεις προσπάθειες να το ξεπεράσεις. Έχουν περάσει ήδη τέσσερις μήνες.»

«Νομίζεις ότι είναι αρκετοί;» λέω προσπαθώντας να τιθασεύσω την οργή που έχει αρχίσει να κοχλάζει στις φλέβες μου. «Θέλεις να πεις πως το να προσπεράσεις τον θάνατο ενός ανθρώπου που αγαπούσες είναι τόσο εύκολο;» της φωνάζω και τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα οργής και θλίψης ταυτόχρονα. Δεν της ρίχνω μια τελευταία ματιά παρά ανεβαίνω γρήγορα τις σκάλες που οδηγούν στον πάνω όροφο καθώς και στο δωμάτιό μου. Κλείνω απότομα την πόρτα και κλειδώνω. Σωριάζομαι σαν ένα σακί με πατάτες στο κρεβάτι μου, διαλυμένη και κουρασμένη. Με πιάνουν τα κλάματα.

Η μητέρα μου ανεβαίνει και αυτή στο λεπτό πάνω, χτυπάει την πόρτα μου και παρακαλάει να της ανοίξω. Κάποια στιγμή όταν καταλαβαίνει πως δεν πρόκειται να της ανοίξω, ζητάει χαμηλόφωνα συγγνώμη και φεύγει. Μάλλον πάει να μιλήσει στη ψυχολόγο μου πάλι από το τηλέφωνο αλλά σκασίλα μου. Γυρίζω στο πλάι και το βλέμμα μου, θολό από τα δάκρυα ακόμα που κυλάνε στα μάγουλά μου σαν ποτάμι χωρίς σταματημό, πέφτει στη φωτογραφία που έχω κορνιζαρισμένη πάνω στο κομοδίνο μου. Είναι η φωτογραφία που ο Μίλτος και εγώ είμαστε αγκαλιά. Και γελάμε.

 
 
 

Comments


© 2023 by The Book Lover. Proudly created with Wix.com

  • Grey Facebook Icon
  • Grey Twitter Icon
  • Grey Google+ Icon
bottom of page